Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2016

Είπαν κι έγραψαν-Ο τοίχος έγραφε-Συγκεντρωτικά 7

Η 7η σύγκέντρωση όσων αναρτήθηκαν περιοδικά δίπλα στις ενότητες "Είπαν κι έγραψαν" και "ο τοίχος έγραφε' για να υπάρχουν στο αρχείο.

Ο ερωτισμός, μας στέλνει στη μοναξιά
Ζωρζ Μπαταϊγ



Δεν αποκαλύπτουμε ό,τι μας είναι ιδιαιτέρως αγαπητό
Τζέημς Τζόυς



Όταν η τέχνη του λόγου δεν είναι ανάγκη,δεν είναι τέχνη.Και όταν δεν είναι μεγάλη ανάγκη,δεν είναι ποτέ μεγάλη τέχνη.
Ζήσιμος Λορεντζάτος



Το να γνωρίζεις και να μη δρας, σημαίνει ότι ακόμα δεν είσαι ώριμος να γνωρίζεις.
Βανγκ Γιάνγκ Μινγκ


Γνώριζε ότι όταν προσπαθείς να κάνεις κάτι δύσκολο είναι πολύ πιθανό να αποτύχεις κι αυτή η αποτυχία δεν είναι τίποτα το υποτιμητικό.
Η ήττα είναι κάτι το προσωρινό και δεν είναι ποτέ ήττα ουσίας.
Ελία Καζάν


Ή μην προσπαθείς τίποτα,ή φτάνε το ως το τέλος.
Aut nunquam tentes,aut perfice
Λατινικό ρητό



Βιβλία-"Παλιά και καλά"-Συγκεντρωτικά 9

Η 9η συγκέντρωση των βιβλίων που έχουν προβληθεί δίπλα στην ενότητα"Παλιά και καλά" κι  αυτό γιατί δεν παραμένει ως αρχείο η παρουσίαση τους.












Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2016

Τολμώ

Η Σπεράτζα Βρανά (1928-2009) πάντα μου ήταν συμπαθής κυρίως ως άνθρωπος αληθινός και large.
Βρήκα μπροστά μου το βιβλίο της "Τολμώ" εκδ.1981.
Αυτοβιογραφία γραμμένη με κέφι,ποτέ δε γίνεται βαρύ ή μελό ακόμη και στις σκληρές στιγμές της ζωής της. Από τα πρώτα παιδικά χρόνια της έως τις αρχές του '60.
 Οι δεκαετίες '40 και '50 χωρίς καμία αναφορά στα όσα ιστορικά συμβαίνουν (μόνο στη πείνα της κατοχής) παρόλο που και η ίδια ζει δύσκολες στιγμές πεντάρφανη στους δρόμους.Είναι η άλλη,παράλληλη απολιτίκ Ελλάδα που πάντα υπάρχει και θα υπάρχει.Μιλάει ανοιχτά χωρίς σεμνοτυφίες,και αυτά που δεν θέλει ρητά να διατυπώσει μας αφήνει να τα υποθέσουμε.
Διασκεδαστική αφήγηση ενός καλόκαρδου ανθρώπου.


  • Ένιωσα σαν κάποιο φόβο.Ωχ,πρώτο δώρο χρυσό δαχτυλίδι,δεν το γλιτώνω το πήδημα...
  • Δεν μ'άρεσε ποτέ αυτή η διαδικασία του "πάμε να κάνουμε έρωτα" μ'άρεσε να'ρχεται μόνο του,σε οποιαδήποτε περίπτωση...
  • ...Της ζήτησα την παρτιτούρα για να τραγουδήσω και δεν μου την έδωσε.Όμως η Γάλλοι μουσικοί της ορχήστρας το ήξεραν το τραγούδι,τους είπα τον τόνο μου και έκανα το νούμερο μου με μεγάλη επιτυχία,οι Έλληνες φοιτητές με σήκωσαν στα χέρια και με πήγαν στο τραπέζι μου. Κατόπιν τούτου,η Σαπούντζω έφαγε το μουνί της!
  • Η "Κάλπικη λίρα" είχε τη γνωστή μεγάλη επιτυχία διεθνώς.Στη Ρωσία άρεσε πολύ.Όταν ήρθαν τα μπαλέτα Μωυσέγιεφ στην Ελλάδα,ήρθαν στο θέατρο να δούνε την παράσταση.Μόλις βγήκα στη σκηνή άρχισαν να φωνάζουν στα ρωσικά."Να η πουτάνα,να η πουτάνα..."
  • Κατάλαβα ότι αυτό το κορίτσι κυβερνιόταν απ'το πράμα της.
  • Το νούμερο ήταν το "Γαρύφαλλο στ'αυτί" πάνω στο γνωστό τραγούδι 
Γαρύφαλλο στ'αυτί φοράει κι ένας γέρος
που για μια νέα όμορφη τον τυραννά ο έρως
και όλο προσπαθεί τη φλόγα του να σβήσει 
και βλέπει το γαρύφαλλο,μα πως να το ποτίσει

Ρεφραίν: Κάνε του μάγια γύφτισα να ζωντανέψει η τσίφτισα

Γαρύφαλλο ζητά και μια γεροντοκόρη
και όλο συλογίζεται και γίνεται βαπόρι
είν'άδικο εγώ να ζω με τη θωριά τους
κι άλλες να'χουν γαρύφαλλα να βάζουν και στ'αυτιά τους

Ρεφραίν: Γαρύφαλλα ονειρεύτηκα,νά'χα κι ας είν' και ψεύτικα

Αλλά και σεις Μαντάμ σβέλτα και μάνι μάνι
για ένα παληογαρύφαλλο εβάλατε στεφάνι
είχε πολύ ευωδιά κι αυτή σας είχε μπλέξει
μα τώρα το μυρίζετε στη χάση και στη φέξη

Ρεφραίν:Εκείνο που γυρεύετε κοιμάται κι ονειρεύεται


Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Μνημονεύετε

Παρατηρώ τα λαμπιόνια στα μπαλκόνια.Χρόνο με το χρόνο στα εφτά της λεηλασίας μας είναι όλο και λιγότερα.Όλο και λιγότεροι μπορούν και θέλουν να σκεπάσουν την κατάθλιψη με ψεύτικα στολίδια.Πού ξέρεις,μπορεί να' ναι ένα μικρό βήμα για την αυτογνωσία μας και να θυμηθούμε την ιθαγένεια μας.



                                               Όπου και να σας βρίσκει το κακό, αδελφοί,

όπου και να θολώνει ο νους σας,
μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό
και μνημονεύετε Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη.
Η λαλιά που δεν ξέρει από ψέμα
θ' αναπαύσει το πρόσωπο του μαρτυρίου
με το λίγο βάμμα του γλαυκού στα χείλη.
Καλό το νερό
και πέτρινο το χέρι του μεσημεριού
που κρατεί τον ήλιο στην ανοιχτή παλάμη του.
                        (Άξιον Εστί)


Η ΣΤΑΧΟΜΑΖΩΧΤΡΑ

Μεγάλην ἐξέφρασεν ἔκπληξιν ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιώ, ἰδοῦσα τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 187… τὴν θεια-Ἀχτίτσα φοροῦσαν καινουργῆ μανδήλαν, καὶ τὸν Γέρο καὶ τὴν Πατρώνα μὲ καθαρὰ ὑποκαμισάκια καὶ μὲ νέα πέδιλα.
Τοῦτο δὲ διότι ἦτο γνωστότατον ὅτι ἡ θεια-Ἀχτίτσα εἶχεν ἰδεῖ τὴν προῖκα τῆς κόρης της πωλουμένην ἐπὶ δημοπρασίας πρὸς πληρωμὴν τῶν χρεῶν ἀναξίου γαμβροῦ, διότι ἦτο ἔρημος καὶ χήρα καὶ διότι ἀνέτρεφε τὰ δύο ὀρφανὰ ἔγγονά της μετερχομένη ποικίλα ἐπαγγέλματα. Ἦτο (ἂς εἶναι μοναχή της!) ἀπ᾽ ἐκείνας ποὺ δὲν ἔχουν στὸν ἥλιο μοῖρα. Ἡ γειτόνισσα τὸ Ζερμπινιὼ ᾤκτειρε τὰς στερήσεις τῆς γραίας καὶ τῶν δύο ὀρφανῶν, ἀλλὰ μήπως ἦτο καὶ αὐτὴ πλουσία, διὰ νὰ ἔλθῃ αὐτοῖς ἀρωγὸς καὶ παρήγορος;
Εὐτυχὴς ὁ μακαρίτης, ὁ μπαρμπα-Μιχαλιός, ὅστις προηγήθη εἰς τὸν τάφον τῆς συμβίας Ἀχτίτσας, χωρὶς νὰ ἴδῃ τὰ δεινὰ τὰ ἐπικείμενα αὐτῇ μετὰ τὸν θάνατόν του. Ἦτο καλῆς ψυχῆς, ἂς εἶχε ζωή! ὁ συχωρεμένος. Τὰ δύο παιδιά, «τὰ ἀδιαφόρετα*», ὁ Γεώργης καὶ ὁ Βασίλης, ἐπνίγησαν βυθισθείσης τῆς βρατσέρας των τὸν χειμῶνα τοῦ ἔτους 186… Ἡ βρατσέρα ἐκείνη ἀπωλέσθη αὔτανδρος, τί φρίκη, τί καημός! Τέτοια τρομάρα καμμιᾶς καλῆς χριστιανῆς νὰ μὴν τῆς μέλλῃ.
Ὁ τρίτος ὁ γυιός της, ὁ σουρτούκης, τὸ χαμένο κορμί, ἐξενιτεύθη, καὶ εὑρίσκετο, ἔλεγαν, εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πέτρα ἔρριξε πίσω του. Μήπως τὸν εἶδε; Μήπως τὸν ἤκουσεν; Ἄλλοι πάλιν πατριῶτες εἶπαν ὅτι ἐνυμφεύθη εἰς ἐκεῖνα τὰ χώματα, κ᾽ ἐπῆρε, λέει, μιὰ φράγκα. Μιὰ ᾽γγλεζοπούλα, ἕνα ξωθικό, ποὺ δὲν ἤξευρε νὰ μιλήσῃ ρωμέικα. Μὴ χειρότερα! Τί νὰ πῇ κανείς, ἠμπορεῖ νὰ καταρασθῇ τὸ παιδί του, τὰ σωθικά του, τὰ σπλάγχνα του;
Ἡ κόρη της ἀπέθανεν εἰς τὸν δεύτερον τοκετόν, ἀφεῖσα αὐτῇ τὰ δύο ὀρφανὰ κληρονομίαν. Ὁ πατεριασμένος* τους ἐζοῦσε ἀκόμα (ποὺ νὰ φτάσουν τὰ μαντᾶτα του, ὥρα τὴν ὥρα!), μὰ τί νοικοκύρης, τὸ πρόκοψε ἀλήθεια! Χαρτοπαίκτης, μέθυσος καὶ 〈μὲ〉 ἄλλας ἀρετὰς ἀκόμη. Εἶπαν πὼς ξαναπαντρεύτηκε ἀλλοῦ, διὰ νὰ πάρῃ καὶ ἄλλον κόσμον εἰς τὸν λαιμόν του, ὁ ἀσυνείδητος! Τέτοιοι ἄντρες!… Ἔκαμε δὰ κι αὐτὴ ἕνα γαμπρό, μὰ γαμπρὸ (τὸ λαμπρό* τ᾽ νὰ βγῇ!).
Τί νὰ κάμῃ, ἔβαλε τὰ δυνατά της, κ᾽ ἐπροσπαθοῦσε ὅπως-ὅπως νὰ ζήσῃ τὰ δύο ὀρφανά. Τί ἀξιολύπητα, τὰ καημένα! Κατὰ τὰς διαφόρους ὥρας τοῦ ἔτους, ἐβοτάνιζε, ἀργολογοῦσε*, ἐμάζωνε ἐλιές, ἐξενοδούλευε. Ἐμάζωνε κούμαρα καὶ τὰ ἔβγαζε ρακί. Μερικὰ στέμφυλα ἀπ᾽ ἐδῶ, καμπόσα βότσια ἀραβοσίτου ἀπ᾽ ἐκεῖ, ὅλα τὰ ἐχρησιμοποίει. Εἶτα κατὰ Ὀκτώβριον, ἅμα ἤνοιγαν τὰ ἐλαιοτριβεῖα, ἔπαιρνεν ἕνα εἶδος πῆχυν, ἓν πενηντάρι ἐκ λευκοσιδήρου, μίαν στάμναν μικράν, κ᾽ ἐγύριζεν εἰς τὰ ποτόκια*, ὅπου κατεστάλαζαν αἱ ὑποστάθμαι τοῦ ἐλαίου, κ᾽ ἐμάζωνε τὴν μούργα. Διὰ τῆς μεθόδου ταύτης ᾠκονόμει ὅλον τὸ ἐνιαύσιον ἔλαιον τοῦ λυχναρίου της.
Ἀλλὰ τὸ πρώτιστον εἰσόδημα τῆς θεια-Ἀχτίτσας προήρχετο ἐκ τοῦ σταχομαζώματος. Τὸν Ἰούνιον κατ᾽ ἔτος ἐπεβιβάζετο εἰς πλοῖον, ἔπλεεν ὑπερπόντιος καὶ διεπεραιοῦτο εἰς Εὔβοιαν. Περιεφρόνησε τὸ ὀνειδιστικὸν ἐπίθετον τῆς «καραβωμένης», ὅπερ ἐσφενδόνιζον ἄλλα γύναια κατ᾽ αὐτῆς, διότι ὄνειδος ἀκόμη ἐθεωρεῖτο τὸ νὰ πλέῃ γυνὴ εἰς τὰ πελάγη. Ἐκεῖ, μετ᾽ ἄλλων πτωχῶν γυναικῶν, ἠσχολεῖτο συλλέγουσα τοὺς ἀστάχυς, τοὺς πίπτοντας ἀπὸ τῶν δραγμάτων τῶν θεριστῶν, ἀπὸ τῶν φορτωμάτων καὶ κάρρων. Κατ᾽ ἔτος, οἱ χωρικοὶ τῆς Εὐβοίας καὶ τὰ χωριατόπουλα ἔρριπτον κατὰ πρόσωπον αὐτῶν τὸ σκῶμμα: «Νά! οἱ φ᾽στάνες! μᾶς ἦρθαν πάλιν οἱ φ᾽στάνες*!» Ἀλλ᾽ αὕτη ἔκυπτεν ὑπομονητική, σιωπηλή, συνέλεγε τὰ ψιχία ἐκεῖνα τῆς πλουσίας συγκομιδῆς τοῦ τόπου, ἀπήρτιζε τρεῖς ἢ τέσσαρας σάκκους, ὁλόκληρον ἐνιαυσίαν ἐσοδείαν δι᾽ ἑαυτὴν καὶ διὰ τὰ δύο ὀρφανά, τὰ ὁποῖα εἶχεν ἐμπιστευθῆ ἐν τῷ μεταξὺ εἰς τὰς φροντίδας τῆς Ζερμπινιῶς, καὶ ἀποπλέουσα ἐπέστρεφεν εἰς τὸ παραθαλάσσιον χωρίον της.
*  *  *
Πλὴν ἐφέτος, δηλ. τὸ ἔτος ἐκεῖνο, ἀφορία εἶχε μαστίσει τὴν Εὔβοιαν. Ἀφορία εἰς τὸν ἐλαιῶνα τῆς μικρᾶς νήσου, ὅπου κατῴκει ἡ θεια-Ἀχτίτσα. Ἀφορία εἰς τὰς ἀμπέλους καὶ εἰς τοὺς ἀραβοσίτους, ἀφορία σχεδὸν καὶ εἰς αὐτὰ τὰ κούμαρα, ἀφορία πανταχοῦ.
Εἶτα, ἐπειδὴ οὐδὲν κακὸν ἔρχεται μόνον, βαρὺς χειμὼν ἐνέσκηψεν εἰς τὰ βορειότερα ἐκεῖνα μέρη. Ἀπὸ τοῦ Νοεμβρίου μηνός, χωρὶς σχεδὸν νὰ πνεύσῃ νότος καὶ νὰ πέσῃ βροχή, ἤρχισε νὰ χιονίζῃ. Μόλις ἔπαυεν εἷς νιφετὸς καὶ ἤρχιζεν ἄλλος. Ἐνίοτε ἔπνεε ξηρὸς βορρᾶς, σφίγγων ἔτι μᾶλλον τὰ χιόνια, τὰ ὁποῖα δὲν ἔλυωναν εἰς τὰ βουνά. «Ἐπερίμεναν ἄλλα».
Ἡ γραῖα μόλις εἶχε προλάβει νὰ μεταφέρῃ ἐπὶ τῶν ὤμων της ἀπὸ τῶν φαράγγων καὶ δρυμῶν ἀγκαλίδας τινὰς ξηρῶν ξύλων, ὅσαι μόλις θὰ ἤρκουν διὰ δύο ἑβδομάδας ἢ τρεῖς, καὶ βαρὺς ὁ χειμὼν ἐπέπεσε. Περὶ τὰ μέσα Δεκεμβρίου μόλις ἐπῆλθε μικρὰ διακοπή, καὶ δειλαί τινες ἀκτῖνες ἡλίου ἐπεφάνησαν ἐπιχρυσοῦσαι τὰς ὑψηλοτέρας στέγας. Ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἔτρεξεν εἰς τὰ «ὀρμάνια» ἵνα προλάβῃ καὶ εἰσκομίσῃ καυσόξυλά τινα. Τὴν ἐπαύριον ὁ χειμὼν κατέσκηψεν ἀγριώτερος. Μέχρι τῶν Χριστουγέννων οὐδεμία ἡμέρα εὔδιος, οὐδεμία γωνία οὐρανοῦ ὁρατή, οὐδεμία ἀκτὶς ἡλίου.
Κραταιὸς καὶ βαρύπνοος βορρᾶς, «χιονιστής», ἐφύσα κατὰ τὰς παραμονὰς τῆς ἁγίας ἡμέρας. Αἱ στέγαι τῶν οἰκιῶν ἦσαν κατάφορτοι ἐκ σκληρυνθείσης χιόνος. Τὰ συνήθη παίγνια τῶν ὁδῶν καὶ τὰ χιονοβολήματα ἔπαυσαν. Ὁ χειμὼν ἐκεῖνος δὲν ἦτο φιλοπαίγμων. Ἀπὸ τῶν κεράμων τῶν στεγῶν ἐκρέμαντο ὡς ὥριμοι καρποὶ σπιθαμιαῖα κρύσταλλα, τὰ ὁποῖα οἱ μάγκαι τῆς γειτονιᾶς δὲν εἶχον πλέον ὄρεξιν νὰ τρώγουν.
Τὴν ἑσπέραν τῆς 23, ὁ Γέρος εἶχεν ἔλθει ἀπὸ τὸ σχολεῖον περιχαρής, διότι ἀπὸ τῆς αὔριον ἔπαυον τὰ μαθήματα. Πρὶν ξεκρεμάσῃ τὸν «φύλακα»* ἀπὸ τῆς μασχάλης του, ὁ Γέρος πεινασμένος ἤνοιξε τὸ δουλάπι, ἀλλ᾽ οὐδὲ ψωμὸν ἄρτου εὗρεν ἐκεῖ. Ἡ γραῖα εἶχεν ἐξέλθει, ἴσως πρὸς ζήτησιν ἄρτου. Ἡ ἀτυχὴς Πατρώνα ἐκάθητο ζαρωμένη πλησίον τῆς ἑστίας, ἀλλ᾽ ἡ ἑστία ἦτο σβεστή. Ἐσκάλιζε τὴν στάκτην, νομίζουσα ἐν τῇ παιδικῇ ἀφελείᾳ της (ἦτο μόλις τετραετές, τὸ πτωχὸν κοράσιον) ὅτι ἡ ἑστία εἶχε πάντοτε τὴν ἰδιότητα νὰ θερμαίνῃ, καὶ ἂς μὴ καίῃ. Ἀλλ᾽ ἡ στάκτη ἦτο ὑγρά. Σταλαγμοὶ ὕδατος, ἐκ χιόνος τακείσης ἴσως διά τινος λαθραίας καὶ παροδικῆς ἀκτῖνος ἡλίου, εἶχον ρεύσει διὰ τῆς καπνοδόχου. Ὁ Γέρος, ὅστις ἦτο ἑπταέτης μόλις, ἔτοιμος νὰ κλαύσῃ διότι δὲν εὕρισκε ψιχίον τι πρὸς κορεσμὸν τῆς πείνης του, ἤνοιξε τὸ μόνον παράθυρον, ἔχον τριῶν σπιθαμῶν μῆκος. Ὁ οἰκίσκος ὅλος, χθαμαλός, ἡμιφάτνωτος μὲ εἶδος σοφᾶ*, εἶχεν ὕψος δύο ἴσως ὀργυιῶν ἀπὸ τοῦ ἐδάφους μέχρι τῆς ὀροφῆς.
Ὁ Γέρος ἀνεβίβασε σκαμνίον τι ἐπὶ τοῦ λιθίνου ἐρείσματος τοῦ παραθύρου, ἀνέβη ἐπὶ τοῦ σκαμνίου, ἐστηρίχθη διὰ τῆς ἀριστερᾶς ἐπὶ τοῦ παραθυροφύλλου, ἀνοικτοῦ, ἐστηλώθη μετὰ τόλμης πρὸς τὴν ὀροφήν, ἀνέτεινε τὴν δεξιάν, καὶ ἀπέσπασεν ἓν κρύσταλλον, ἐκ τῶν κοσμούντων τοὺς «σταλαμοὺς»* τῆς στέγης. Ἤρχισε νὰ τὸ ἐκμυζᾷ βραδέως καὶ ἡδονικῶς, καὶ ἔδιδε καὶ εἰς τὴν Πατρώνα νὰ φάγῃ. Ἐπείνων τὰ κακόμοιρα.
*  *  *
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα ἐπανῆλθε μετ᾽ ὀλίγον φέρουσα πρᾶγμά τι τυλιγμένον εἰς τὸν κόλπον της. Ὁ Γέρος, ὅστις ἐγνώριζεν ἐκ τῆς παιδικῆς του πείρας ὅτι ποτὲ ἄνευ αἰτίας δὲν ἐφούσκωναν οἱ κόλποι τῆς μάμμης του, ἀναπηδήσας ἔτρεξεν εἰς τὸ στῆθός της, ἐνέβαλε τὴν χεῖρα καὶ ἀφῆκε κραυγὴν χαρᾶς. Τεμάχιον ἄρτου εἶχεν «οἰκονομήσει» καὶ τὴν ἑσπέραν ἐκείνην ἡ καλή, καίτοι ὀλίγον τι αὐστηρὰ μάμμη, τίς οἶδεν ἀντὶ ποίων ἐξευτελισμῶν καὶ διὰ πόσων ἐκλιπαρήσεων!
Καὶ τί δὲν ἤθελεν ὑποστῆ, πρὸ ποίας θυσίας ἠδύνατο νὰ ὀπισθοδρομήσῃ, διὰ τὴν ἀγάπην τῶν δύο τούτων παιδίων, τὰ ὁποῖα ἦσαν δὶς παιδία δι᾽ αὐτήν, καθόσον ἦσαν τὰ τέκνα τοῦ τέκνου της! Ἐν τούτοις δὲν ἤθελε νὰ δεικνύῃ αὐτοῖς μεγάλην ἀδυναμίαν, καὶ «ἥμερο μάτι δὲν τοὺς ἔδιδε». Ἐκάλει τὸν ἄρρενα «Γέρον», διότι εἶχε τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθοῦς Γέρου της, τοῦ μακαρίτου μπαρμπα-Μιχαλιοῦ, τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα τῆς ἐπόνει ν᾽ ἀκούσῃ ἢ νὰ προφέρῃ. Τὸ ταλαίπωρον τὸ θῆλυ τὸ ἐκάλει Πατρώνα θωπευτικῶς, καὶ ὀλίγον «σὰν ἀρχοντοξεπεσμένη ποὺ ἦτον», μὴ ἀνεχομένη ν᾽ ἀκούῃ τὸ Ἀργυρώ, τὸ ὄνομα τῆς κόρης της, ὅπερ ἐδόθη ὡς κληρονομία εἰς τὸ ὀρφανόν, λεχοῦς θανούσης ἐκείνης. Πλὴν τοῦ ὑποκορισμοῦ τούτου, οὐδεμίαν ἄλλην ἐπιδεικτικὴν τρυφερότητα ἀπένεμεν εἰς τὰ δύο πτωχὰ πλάσματα, ἀλλὰ μᾶλλον πρακτικὴν ἀγάπην καὶ προστασίαν.
Ἡ ταλαίπωρος γραῖα ἔστρωσε διὰ τὰ δύο ὀρφανά, ἵνα κοιμηθῶσιν, ἀνεκλίθη καὶ αὐτὴ πλησίον των, τοῖς εἶπε νὰ φυσήσουν ὑποκάτωθεν τοῦ σκεπάσματός των διὰ νὰ ζεσταθοῦν, τοῖς ὑπεσχέθη ψευδομένη, ἀλλ᾽ ἐλπίζουσα νὰ ἐπαληθεύσῃ, ὅτι αὔριον ο Χριστὸς θὰ φέρῃ ξύλα καὶ ψωμὶ καὶ μίαν χύτραν κοχλάζουσαν ἐπὶ τοῦ πυρός, καὶ ἔμεινεν ἄυπνος πέραν τοῦ μεσονυκτίου, ἀναλογιζομένη τὴν πικρὰν τύχην της.
*  *  *
Τὸ πρωί, μετὰ τὴν λειτουργίαν (ἦτο ἡ παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων) ὁ παπα-Δημήτρης, ὁ ἐνορίτης της, ἐπαρουσιάσθη αἴφνης εἰς τὴν θύραν τοῦ πενιχροῦ οἰκίσκου:
―  Καλῶς τὰ ᾽δέχθης, τῆς εἶπε μειδιῶν.
«Καλῶς τὰ ᾽δέχθη» αὐτή! Καὶ ἀπὸ ποῖον ἐπερίμενε τίποτε;
―Ἔλαβα ἕνα γράμμα διὰ σέ, Ἀχτίτσα, προσέθηκεν ὁ γέρων ἱερεύς, τινάσσων τὴν χιόνα ἀπὸ τὸ ράσον καὶ τὸ σάλι του.
―Ὁρίστε, δέσποτα! Καὶ μακάρι ἔχω τὴ φωτιά, ἐψιθύρισε πρὸς ἑαυτήν, ἢ τὸ γλυκὸ καὶ τὸ ρακὶ νὰ τὸν φιλέψω;
Ο ἱερεὺς ἀνέβη τὴν τετράβαθμον κλίμακα καὶ ἐλθὼν ἐκάθισεν ἐπὶ τοῦ σκαμνίου. Ἠρεύνησε δὲ εἰς τὸν κόλπον του καὶ ἐξήγαγε μέγαν φάκελον μὲ πολλὰς καὶ ποικίλας σφραγῖδας καὶ γραμματόσημα.
―  Γράμμα, εἶπες, παπά; ἐπανέλαβεν ἡ Ἀχτίτσα, μόλις τότε ἀρχίσασα νὰ ἐννοῇ τί τῆς ἔλεγεν ὁ ἱερεύς.
Ὁ φάκελος, ὃν εἶχεν ἐξαγάγει ἐκ τοῦ κόλπου του, ἐφαίνετο ἀνοικτὸς ἀπὸ τὸ ἓν μέρος.
― Ἀπόψε ἔφθασε τὸ βαπόρι, ἐπανέλαβεν ὁ ἐφημέριος, ἐμένα μοῦ τὸ ἔφεραν τώρα, μόλις ἐβγῆκα ἀπὸ τὴν ἐκκλησίαν.
Καὶ ἐνθεὶς τὴν χεῖρα ἔσω τοῦ φακέλου ἐξήγαγε διπλωμένον χαρτίον.
―  Τὸ γράμμα εἶναι πρὸς ἐμέ, προσέθηκεν, ἀλλὰ σὲ ἀποβλέπει.
―Ἐμένα; ἐμένα; ἐπανελάμβανεν ἔκπληκτος ἡ γραῖα.
Ὁ παπα-Δημήτρης ἐξεδίπλωσε τὸ χαρτίον.
―  Εἶδεν ὁ Θεὸς τὸν πόνον σου καὶ σοῦ στέλλει μικρὰν βοήθειαν, εἶπεν ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς. Ὁ γυιός σου σοῦ γράφει ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν.
― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; Ὁ Γιάννης! Ὁ Γιάννης μὲ θυμήθηκεν; ἀνέκραξεν περιχαρής, ποιοῦσα τὸ σημεῖον τοῦ Σταυροῦ ἡ γραῖα.
Καὶ εἶτα προσέθηκε:
―  Δόξα σοι, ὁ Θεός!
Ὁ ἱερεὺς ἔβαλε τὰ γυαλιά του καὶ ἐδοκίμασε ν᾽ ἀναγνώσῃ:
―  Εἶναι κακογραμμένα, ἐπανέλαβε, κ᾽ ἐγὼ δυσκολεύομαι νὰ διαβάζω αὐτὲς τὶς τζίφρες ποὺ ἔβγαλαν τώρα, ἀλλὰ θὰ προσπαθήσωμεν νὰ βγάλωμεν νόημα.
Καὶ ἤρχισε μετὰ δυσκολίας, καὶ σκοντάπτων συχνά, ν᾽ ἀναγινώσκῃ:
«Παπα-Δημήτρη, τὸ χέρι σου φιλῶ. Πρῶτον ἐρωτῶ διὰ τὸ αἴσιον, κτλ. κτλ. Ἐγὼ λείπω πολλὰ χρόνια καὶ δὲν ἠξεύρω αὐτοῦ τί γίνονται, οὔτε ἂν ζοῦν ἢ ἀπέθαναν. Εἶμαι εἰς μακρινὸν μέρος, πολὺ βαθιὰ εἰς τὸν Παναμᾶ, καὶ δὲν ἔχω καμμίαν συγκοινωνίαν μὲ ἄλλους πατριῶτες ποὺ εὑρίσκονται εἰς τὴν Ἀμερικήν. Πρὸ τριῶν χρόνων ἐντάμωσα τὸν (δεῖνα) καὶ τὸν (δεῖνα), ἀλλὰ καὶ αὐτοὶ ἔλειπαν χρόνους πολλούς, καὶ δὲν ἤξευραν τί γίνεται εἰς τὸ σπίτι μας.
»Ἐὰν ζῇ ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα μου, εἰπέ τους νὰ μὲ συγχωρήσουν, διότι διὰ καλὸ πάντα πασχίζει ὁ ἄνθρωπος, καὶ εἰς κακὸ πολλὲς φορὲς βγαίνει. Ἐγὼ ἀρρώστησα δύο φορὲς ἀπὸ κακὲς ἀσθένειες τοῦ τόπου ἐδῶ, καὶ ἔκαμα πολὺν καιρὸν εἰς τὰ σπιτάλια. Τὰ ὅ,τι εἶχα καὶ δὲν εἶχα ἐπῆγαν εἰς τὴν ἀσθένειαν καὶ μόλις ἐγλύτωσα τὴν ζωήν μου. Εἶχα ὑπανδρευθῆ πρὸ δέκα χρόνων, κατὰ τὴν συνήθειαν τοῦ τόπου ἐδῶ, ἀλλὰ τώρα εἶμαι ἀπόχηρος, καὶ ἄλλο καλύτερον δὲν ζητῶ παρὰ τὸ νὰ πιάσω ὀλίγα χρήματα νὰ ἔλθω εἰς τὴν πατρίδα, ἂν προφθάσω τοὺς γονεῖς μου νὰ μ᾽ εὐλογήσουν. Καὶ νὰ μὴν ἔχουν παράπονο εἰς ἐμέ, διότι ἔτσι θέλει ὁ Θεός, καὶ δὲν ἠμποροῦμε ἡμεῖς νὰ πᾶμε κόντρα. Καὶ νὰ μὴ βαρυγνωμοῦν, διότι ἂν δὲν εἶναι θέλημα Θεοῦ, δὲν ἠμπορεῖ ἄνθρωπος νὰ προκόψῃ.
»Σοῦ στέλνω ἐδῶ ἐσωκλείστως ἕνα συνάλλαγμα ἐπ᾽ ὀνόματί σου, νὰ ὑπογράψῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, καὶ νὰ φροντίσουν νὰ τὸ ἐξαργυρώσουν ὁ πατέρας ἢ ἡ μητέρα ἐὰν ζοῦν. Καὶ ἄν, ὃ μὴ γένοιτο, εἶναι ἀποθαμένοι, νὰ τὸ ἐξαργυρώσῃς ἡ ἁγιωσύνη σου, νὰ δώσῃς εἰς κανένα ἀδελφόν μου, ἐὰν εἶναι αὐτοῦ, ἢ εἰς κανὲν ἀνίψι μου καὶ εἰς ἄλλα πτωχά. Καὶ νὰ κρατήσῃς καὶ ἡ ἁγιωσύνη σου, ἐὰν οἱ γονεῖς μου εἶναι ἀποθαμένοι, ἓν μέρος τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ διὰ τὰ σαρανταλείτουργα…»
Πολλὰ ἔλεγεν ἡ ἐπιστολὴ αὕτη καὶ ἓν σπουδαῖον παρέλειπε. Δὲν ἀνέφερε τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων, δι᾽ ὅσα ἦτο ἡ συναλλαγματική. Ὁ παπα-Δημήτρης παρατηρήσας τὸ πρᾶγμα, ἐξέφερε τὴν εἰκασίαν, ὅτι ὁ γράψας τὴν ἐπιστολήν, λησμονήσας, νομίζων ὅτι εἶχεν ὁρίσει τὸ ποσὸν τῶν χρημάτων παραπάνω, ἐνόμισε περιττὸν νὰ τὸ ἐπαναλάβῃ παρακατιών, διὸ καὶ ἔλεγε «τοῦ ποσοῦ αὐτοῦ».
Ἐν τούτοις ἄφατος ἦτο ἡ χαρὰ τῆς Ἀχτίτσας, λαβούσης μετὰ τόσα ἔτη εἰδήσεις περὶ τοῦ υἱοῦ της. Ὡς ὑπὸ τέφραν κοιμώμενος ἀπὸ τόσων ἐτῶν, ὁ σπινθὴρ τῆς μητρικῆς στοργῆς ἀνέθορεν ἐκ τῶν σπλάγχνων εἰς τὸ πρόσωπόν της καὶ ἡ γεροντική, ρικνή, καὶ ἐρρυτιδωμένη ὄψις της ἠγλαΐσθη μὲ ἀκτῖνα νεότητος καὶ καλλονῆς.
Τὰ δύο παιδία, ἂν καὶ δὲν ἐνόουν περὶ τίνος ἐπρόκειτο, ἰδόντα τὴν χαρὰν τῆς μάμμης των, ἤρχισαν νὰ χοροπηδῶσι.
*  *  *
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης δὲν ἦτο ἰδίως προεξοφλητής, ἢ τοκιστής, ἢ ἔμπορος, ἦτο ὅλα αὐτὰ ὁμοῦ. Ἕνα φόρον ἐπιτηδεύματος ἐπλήρωνεν, ἀλλ᾽ ἔκαμνε τρεῖς τέχνας.
Ἡ γραῖα Ἀχτίτσα, εἰς φοβερὰν διατελοῦσα ἔνδειαν, ἔλαβε τὸ παρὰ τοῦ υἱοῦ της ἀποσταλὲν γραμμάτιον, ἐφ᾽ οὗ ἐφαίνοντο γράμματα κόκκινα καὶ μαῦρα, ἄλλα ἔντυπα καὶ ἄλλα χειρόγραφα, ἐξ ὧν δὲν ἐνόει τίποτε οὔτε ὁ γηραιὸς ἐφημέριος οὔτε αὐτή, καὶ μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης ἐρρόφησε δραγμίδα ταμβάκου, ἐτίναξε τὴν βράκαν του, ἐφ᾽ ἧς ἔπιπτε πάντοτε μέρος ταμβάκου, κατεβίβασε μέχρι τῶν ὀφρύων τὴν σκούφιαν του, ἔβαλε τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ ἐξετάζῃ διὰ μακρῶν τὸ γραμμάτιον.
―Ἔρχεται ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα; εἶπε. Σ᾽ ἐθυμήθηκε, βλέπω, ὁ γυιός σου. Μπράβο, χαίρομαι.
Εἶτα ἐπανέλαβεν:
―Ἔχει τὸν ἀριθμὸν 10, ἀλλὰ δὲν ξέρομε τί εἴδους μονέδα νὰ εἶναι, δέκα σελλίνια, δέκα ρούπιες, δέκα κολωνᾶτα ἢ δέκα…
Διεκόπη. Παρ᾽ ὀλίγον θὰ ἔλεγε «δέκα λίρες».
―  Νὰ φωνάξουμε τὸ δάσκαλο, ἐμορμύρισεν ὁ κὺρ Μαργαρίτης, ἴσως ἐκεῖνος ξεύρῃ νὰ τὸ διαβάσῃ. Τί γλῶσσα νὰ εἶναι τάχα;
Ὁ ἑλληνοδιδάσκαλος, ὅστις ἐκάθητο βλέπων τοὺς παίζοντας τὸ κιάμο εἰς παράπλευρον καφενεῖον, παρακληθεὶς μετέβη εἰς τὸ μαγαζὶ τοῦ κὺρ Μαργαρίτη. Εἰσῆλθεν, ὀρθός, δύσκαμπτος, ἔλαβε τὸ γραμμάτιον, παρεκάλεσε τὸν κὺρ Μαργαρίτην νὰ τὸν δανείσῃ τὰ γυαλιά του, καὶ ἤρχισε νὰ συλλαβίζῃ τοὺς λατινικοὺς χαρακτῆρας:
―  Πρέπει νὰ εἶναι ἀγγλικά, εἶπεν, ἐκτὸς ἂν εἶναι γερμανικά. Ἀπὸ ποῦ ἔρχεται αὐτὸ τὸ δελτάριον;
― Ἀπ᾽ τὴν Ἀμέρικα, κὺρ δάσκαλε, εἶπεν ἡ θεια-Ἀχτίτσα.
― Ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν; τότε θὰ εἶναι ἀγγλικόν.
Καὶ ταῦτα λέγων προσεπάθει νὰ συλλαβίσῃ τὰς λέξεις ten pounds sterling*, ἃς ἔφερε χειρογράφους ἡ ἐπιταγή.
―  Sterling, εἶπε· sterling θὰ σημαίνῃ τάλληρον, πιστεύω. Ἡ λέξις φαίνεται νὰ εἶναι τῆς αὐτῆς ἐτυμολογίας, ἀπεφάνθη δογματικῶς.
Καὶ ἐπέστρεψε τὸ γραμμάτιον εἰς χεῖρας τοῦ κὺρ Μαργαρίτη.
―  Αὐτὸ θὰ εἶναι, εἶπε, καὶ ἐπειδὴ ὑπάρχει ἐπὶ τῆς κεφαλίδος ὁ ἀριθμὸς 10, θὰ εἶναι χωρὶς ἄλλο γραμμάτιον διὰ δέκα τάλληρα. Τὸ κάτω-κάτω, ὀφείλω νὰ σᾶς εἴπω ὅτι δὲν γνωρίζω ἀπὸ χρηματιστικά. Εἰς ἄλλα ἡμεῖς ἀσχολούμεθα, οἱ ἄνθρωποι τῶν γραμμάτων.
Καὶ τοῦτο εἰπών, ἐπειδὴ ᾐσθάνθη ψῦχος εἰς τὸ κατάψυχρον καὶ πλακόστρωτον μαγαζεῖον τοῦ κὺρ Μαργαρίτη, ἐπέστρεψεν εἰς τὸ καφενεῖον, ἵνα θερμανθῇ.
*  *  *
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εἶχεν ἀρχίσει νὰ τρίβῃ τὰς χεῖρας, καὶ κάτι ἐφαίνετο σκεπτόμενος.
―  Τώρα, τί τὰ θέλεις, εἶπε στραφεὶς πρὸς τὴν γραῖαν, οἱ καιροὶ εἶναι δύσκολοι, μεγάλα κεσάτια. Νὰ τὸ πάρω, νὰ σοῦ τὸ ἐξαργυρώσω, ξέρω πὼς εἶναι σίγουρος ὁ παράς μου, ξέρω ἂν δὲν εἶναι καὶ ψεύτικο; Ἀπὸ κεῖ κάτω, ἀπ᾽ τὸν χαμένον κόσμον, περιμένεις ἀλήθεια; Ὅλες οἱ ψευτιές, οἱ καλπουζανιὲς ἀπὸ κεῖ μᾶς ἔρχονται. Γυρίζουν τόσα χρόνια, οἱ σουρτούκηδες (μὲ συγχωρεῖς, δὲν λέγω τὸ γυιό σου) ἐκεῖ ποὺ ψένει ὁ ἥλιος τὸ ψωμί, καὶ δὲν νοιάζονται νὰ στείλουν ἕναν παρά, ἕνα σωστὸν παρά, μοναχὰ στέλνουν παλιόχαρτα.
Ἔφερε δύο βόλτες περὶ τὸ τεράστιον λογιστήριόν του, καὶ ἐπανέλαβε:
―  Καὶ δὲν εἶναι μικρὸ πρᾶγμα αὐτό, νὰ σὲ χαρῶ, εἶναι δέκα τάλλαρα! Νὰ εἶχα δέκα τάλλαρα ἐγώ, παντρευόμουνα.
Εἶτα ἐξηκολούθησε:
―  Μὰ τί νὰ σοῦ πῶ, σὲ λυποῦμαι, ποὺ εἶσαι καλὴ γυναίκα, κ᾽ ἔχεις κ᾽ ἐκεῖνα τὰ ὀρφανά. Νὰ κρατήσω ἐγὼ ἑνάμισυ τάλλαρο διὰ τοὺς κινδύνους ποὺ τρέχω καὶ γιὰ τὰ ὀχτώμισυ πλιά… Καὶ γιὰ νά ᾽μαστε σίγουροι, μὴ γυρεύῃς κολωνᾶτα, νὰ σοῦ δώσω πεντόφραγκα, γιὰ νά ᾽μαστε μέσα. Ὀχτώμισυ πεντόφραγκα λοιπόν… Ἄ! ξέχασα!…
Τοὐναντίον, δὲν εἶχε ξεχάσει· ἀπ᾽ ἀρχῆς τῆς συνεντεύξεως αὐτὸ ἐσκέπτετο.
―Ὁ συχωρεμένος ὁ Μιχαλιὸς κάτι ἔκανε νὰ μοῦ δίνῃ, δὲν θυμοῦμαι τώρα…
Καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸ λογιστήριόν του:
―  Μὰ κ᾽ ἐκεῖνος ὁ τελμπεντέρης ὁ γαμπρός σου, μοῦ ἔφαγε δύο τάλλαρα θαρρῶ.
Καὶ ὡπλίσθη μὲ τὸ πελώριον κατάστιχόν του:
―  Εἶναι δίκιο νὰ τὰ κρατήσω… ἐσένα, ὅσα σοῦ δώσω, θὰ σοῦ φανοῦν χάρισμα.
Ἤνοιξε τὸ κατάστιχον.
Αἱ κατάπυκνοι καὶ μαυροβολοῦσαι σελίδες τοῦ καταστίχου τούτου ὡμοίαζον μὲ πίονας ἀγρούς, μὲ γῆν ἀγαθήν. Ὅ,τι ἔσπειρέ τις ἐν αὐτῷ, ἐκαρποφόρει πολλαπλασίως.
Ἦτο ὡς νὰ ἔκοπτέ τις τὰ φύλλα τοῦ δενδρυλλίου, ἑκάστοτε ὅτε ἐγίνετο ἐξόφλησις κονδυλίου τινός, ἀλλ᾽ ἡ ρίζα ἔμενεν ὑπὸ τὴν γῆν, μέλλουσα καὶ πάλιν ν᾽ ἀναβλαστήσῃ.
Ὁ κὺρ Μαργαρίτης εὗρε παρευθὺς τοὺς δύο λογαριασμούς.
―Ἐννιὰ καὶ δεκαπέντε μοῦ χρωστοῦσεν ὁ μακαρίτης ὁ ἄντρας σου, εἶπε· καὶ δύο τάλλαρα δανεικὰ κι ἀγύριστα τοῦ γαμπροῦ σου γίνονται…
Καὶ λαβὼν κάλαμον ἤρχισε νὰ ἐκτελῇ τὴν πρόσθεσιν πρῶτον καὶ τὴν ἀναγωγὴν τῶν ταλλήρων εἰς δραχμάς, εἶτα τὴν ἀφαίρεσιν ἀπὸ τοῦ ποσοῦ τῶν δέκα γαλλικῶν ταλλήρων.
―  Κάνει νὰ σοῦ δίνω… ἤρχισε νὰ λέγῃ ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
Τῇ στιγμῇ ἐκείνη εἰσῆλθε νέον πρόσωπον.
*  *  *
Ἦτο ἔμπορος Συριανός, παρεπιδημῶν δι᾽ ὑποθέσεις εἰς τὴν μικρὰν νῆσον.
Ἅμα εἰσελθὼν διηυθύνθη μετὰ μεγίστης ἐλευθερίας καὶ θάρρους εἰς τὸ λογιστήριον, ὅπου ἵστατο ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
―  Τί ἔχουμε κὺρ Μαργαρίτη;… Τ᾽ εἶν᾽ αὐτό; εἶπεν ἰδὼν πρόχειρον ἐπὶ τοῦ λογιστηρίου τὸ γραμμάτιον τῆς πτωχῆς χήρας.
Καὶ λαβὼν τοῦτο εἰς χεῖρας:
―  Συναλλαγματικὴ διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας ἀπὸ τὴν Ἀμερικήν, εἶπε καθαρᾷ τῇ φωνῇ. Ποῦ εὑρέθη ἐδῶ; Κάμνεις καὶ τέτοιες δουλειές, κὺρ Μαργαρίτη;
―  Γιὰ δέκα λίρες! ἐπανέλαβεν αὐθορμήτως ἡ θεια-Ἀχτίτσα ἀκούσασα εὐκρινῶς τὴν λέξιν.
―  Ναί, διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, εἶπε καὶ πάλιν στραφεὶς πρὸς αὐτὴν ὁ Ἑρμουπολίτης. Μήπως εἶναι δικό σου;
―  Μάλιστα.
Ἡ θεια-Ἀχτίτσα, ἐν καταφάσει, ἔλεγε πάντοτε ναί, ἀλλὰ νῦν ἠπόρει καὶ αὐτὴ πῶς εἶπε μάλιστα, καὶ ποῦ εὗρε τὴν λέξιν ταύτην.
―  Γιὰ δέκα ναπολεόνια θὰ εἶναι ἴσως, εἶπε δάκνων τὰ χείλη ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
―  Σοῦ λέγω διὰ δέκα ἀγγλικὰς λίρας, ἐπανέλαβε καὶ αὖθις ὁ Συριανὸς ἔμπορος. Παίρνεις ἀπὸ λόγια;
Καὶ ἔρριψε δεύτερον μακρὸν βλέμμα ἐπὶ τοῦ γραμματίου:
―  Εἶναι σίγουρος παράς, ἀρζὰν-κοντάν*, σοῦ λέγω. Θὰ τὸ ἐξοφλήσῃς, ἢ τὸ ἐξοφλῶ ἀμέσως;
Καὶ ἔκαμε κίνημα νὰ ἐξαγάγῃ τὸ χρηματοφυλάκιόν του.
―  Μπορεῖ νὰ τὸ πάρῃ κανεὶς γιὰ ἐννέα λίρες… γαλλικές, εἶπε διστάζων ὁ κὺρ Μαργαρίτης.
―  Γαλλικές; Τὸ παίρνω ἐγὼ διὰ ἐννιὰ ἀγγλικές.
Καὶ στρέψας ὄπισθεν τὸ φύλλον τοῦ χάρτου, εἶδε τὴν ὑπογραφὴν ἣν εἶχε βάλει ὁ ἀγαθὸς ἱερεύς, παρέβαλεν αὐτὴν μὲ τὸ ὄνομα τὸ φερόμενον ἐν τῷ κειμένῳ, καὶ τὴν εὗρε σύμφωνον.
Καὶ ἀνοίξας τὸ χρηματοφυλάκιον ἐμέτρησεν εἰς τὴν χεῖρα τῆς θεια-Ἀχτίτσας καὶ πρὸ τῶν ἐκθάμβων ὀφθαλμῶν αὐτῆς ἐννέα στιλπνοτάτας ἀγγλικὰς λίρας.
Καὶ ἰδοὺ διατί ἡ πτωχὴ γραῖα ἐφόρει τῇ ἡμέρᾳ τῶν Χριστουγέννων καινουργῆ «ἄδολην»* μανδήλαν, τὰ δὲ δύο ὀρφανὰ εἶχον καθαρὰ ὑποκαμισάκια διὰ τὰ ἰσχνὰ μέλη των καὶ θερμὴν ὑπόδεσιν διὰ τοὺς παγωμένους πόδας των.
(1889)

Πέμπτη 15 Δεκεμβρίου 2016

Ο φωτογράφος Misha Gordin

Misha Gordin φωτογράφος,Λετονός στην καταγωγή γεννήθηκε το 1946.Έζησε στη Σοβιετική Ένωση έως το 1974 που έφυγε στη Δύση.
Με την ανθρώπινη φιγούρα,σχεδόν σουρεαλιστής και ερεβώδης ζωγράφος,όμως δημιουργία του σκοτεινού θαλάμου. .




























Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Κρύο και Πείνα

Συνηθίσαμε και σιωπήσαμε.
Δεν είναι νέο πλέον.
Και η εντολή είναι να μη προβάλλονται εικόνες και ειδήσεις εξαθλίωσης.
Και τα στοιχεία για υποσιτιζόμενα παιδιά,και το νέφος από κάψιμο σκουπιδιών για θέρμανση μπαίνουν στα ψιλά.
Ο σκληρός χειμώνας δεν είναι φιλόπτωχος.Όπως και οι κυρίαρχοι με τους λακέδες τους άλλωστε.



Σάββατο 10 Δεκεμβρίου 2016

1962-Ψηλά από τη γέφυρα 'H περί προδοσίας-A View from the Bridge

Το γνωστό θεατρικό έργο του Άρθουρ Μίλερ (1915-2005) "Ψηλά από τη γέφυρα" A View from the Bridge) γράφτηκε το 1955 και έγινε ταινία Γαλλο-Ιταλικής παραγωγής από τον  Σίντνεϊ Λούμετ (Sidney Lumet 1924 -2011) το 1962.
Όμως πριν μιλήσουμε για την ταινία,πρέπει οπωσδήποτε να δούμε το πλαίσιο της εποχής και των ανθρώπων που εξηγούν πολλά και δίνουν τις πραγματικές διαστάσεις και προεκτάσεις του έργου.

Ο Άρθουρ Μίλερ γνωρίζεται με τον Ελία Καζάν (1909-2003) τη δεκαετία του '40,δημιουργείται μια βαθιά φιλία, συνεργάζονται στο θέατρο σε δύο έργα του Μίλερ το "Ήταν όλοι τους παιδιά μου" και το "Ο θάνατος του εμποράκου" που έπειτα γνωρίζουν τεράστια επιτυχία σε όλο το κόσμο.
Όμως έρχεται η εποχή του Μακαρθισμού.Και οι δύο έχουν περιγράψει στις αυτοβιογραφίες τους τη στιγμή που ο Καζάν τηλεφωνεί στον Μίλερ,του ζητάει να συναντηθούν και του δηλώνει ότι συνεργάστηκε με την επιτροπή και έδωσε ονόματα (επιβεβαίωσε ήδη γνωστά).Ο Μίλερ καταλαβαίνει την αδυναμία του Καζάν αλλά ξέρει επίσης ότι θα μπορούσε να είναι και το δικό του όνομα αν τυχαία λόγω διαφοράς ηλικίας δεν περιλαμβανόταν στην κατάθεση του Καζάν.
Όταν ό Μίλερ κλήθηκε από την επιτροπή αρνήθηκε να συνεργαστεί και καταδικάστηκε για περιφρόνηση του Κογκρέσου.
Παρόλο που θα ξανασυνεργαστούν έπειτα από πολλά χρόνια το γυαλί έχει ραγίσει.
Η εμπειρία του Μακαρθισμού τους άφησε βαθιά σημάδια.Αμέσως ο Καζάν κάνει την ταινία "Το λιμάνι της Αγωνίας" 1954 όπου λέει ότι η προδοσία δεν είναι πάντα καταδικαστέα αλλά μπορεί να είναι και απαραίτητη.
Στη Σοφιστεία αυτή η αντίδραση/απάντηση του Μίλερ είναι άμεση με το "Ψηλά από τη γέφυρα" που δηλώνει ότι η προδοσία ουσιαστικά ΠΑΝΤΑ είναι ανήθικη και καταδικαστέα γιατί πάντα είναι ΙΔΙΟΤΕΛΗΣ και με βαρύτατες συνέπειες για τους ΑΛΛΟΥΣ συνήθως ΑΘΩΟΥΣ ΚΑΙ ΑΔΥΝΑΤΟΥΣ..

Και τα δύο έργα,του Καζάν και του Μίλερ, εκτυλίσσονται στις αποβάθρες του λιμανιού της Ν.Υόρκης με τους λιμενεργάτες και βασίζονται σε πραγματικά γεγονότα.

Στο "Ψηλά από τη γέφυρα" Ο Έντι Καρμπόνε λιμενεργάτης ζει με την γυναίκα του Βεατρίκη και την σχεδόν υιοθετημένη ορφανή ανιψιά της, όταν έρχονται ως παράνομοι μετανάστες δύο συγγενείς από την Ιταλία στους οποίους προσφέρει φιλοξενία και δουλειά.Όμως το ερωτικό πάθος και η ζήλια θα τον οδηγήσει σε φοβερές πράξεις.

Στο έργο υπάρχει μια σκηνή που λόγω της βαρύτητας,της αφού περιγράφει την φρενίτιδα του Έντι δεν μπορούσε να αφαιρεθεί.Έδωσε αφορμή έτσι για γελοίες αντιδράσεις που δύσκολα όμως έκρυβαν την σκοπιμότητα τους.Στην Αγγλία για να επιτραπεί να ανεβεί στο θέατρο έπρεπε το θέατρο να λειτουργεί ως ιδιωτική λέσχη και όχι ως ελεύθερο δημόσιο θέαμα.Στην Αμερική ούρλιαζαν πουριτανο-φασίστες.Σε πολλές άλλες χώρες η ταινία δεν προβλήθηκε και στα θέατρα κοβόταν η σκηνή.
Μιλάμε βέβαια για το πρώτο φιλί στο θέατρο και στην οθόνη μεταξύ ανδρών.


Ο Ραφ Βαλόνε ως Έντι ίσως στο καλύτερο ρόλο του.Ο Ζαν Σορέλ ως Ροδόλφο η Κάρολ Λώρενς ως Κάθριν και ο Ρ.Πελεγκρίν ως Μάρκο.Και ας μη παραβλέψουμε ότι η Βεατρίκη (Maureen Stapleton) παρόλο που είναι η πλέον αθώα, είναι και το τραγικότερο θύμα των παθών των άλλων.

Δυστυχώς με αγγλικούς υπότιτλους αφού δεν κατάφερα να βρω ελληνικούς.

Η ταινία ΕΔΩ

Θα υπάρχει κάτω δεξιά στην ταινιοθήκη


Παρασκευή 9 Δεκεμβρίου 2016

Δεν αναρωτιέμαι

από Στον Τοίχο

Μια προαναγγελθείσα δικαστική απόφαση


του Προκόπη Μπίχτα
“…και τότε οι άνθρωποι κοίταζαν τα γουρούνια και τα γουρούνια τους ανθρώπους και κανένας δεν ήξερε ποιοί ήταν οι άνθρωποι και ποιά τα γουρούνια.”
Τζώρτζ Όργουελ «Η φάρμα των ζώων»

Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης δεν είναι στον παράδεισο. Δεν ξεκίνησε κανένα ταξίδι. Δεν τον νοιάζει αν το χώμα που τον σκεπάζει είναι ελαφρύ ή βαρύ. Ο Βαγγέλης Γιακουμάκης είναι νεκρός.
Νεκρός, δολοφονημένος από μια ολόκληρη κοινωνία.
Οι συμφοιτητές του που τον βασάνιζαν και τον οδήγησαν στην «αυτοκτονία», οι άλλοι συμφοιτητές του που αδιαφόρησαν, οι «δάσκαλοι» που «δεν ήξεραν», ο διευθυντής που, πιθανότατα, υπάκουε στα κελεύσματα του πολιτικού και υποστηρίζει ότι «έχει ήσυχη τη συνείδησή του», ο ίδιος ο πολιτικός που εξυπηρετούσε τους πελάτες του δεν είναι παρά προσωποποιήσεις μιας διεφθαρμένης, σάπιας κοινωνίας.

Η σημερινή ελληνική κοινωνία είναι καταδικασμένη σε θάνατο. Τα τελευταία 65 χρόνια πολύ λίγα επιτεύγματα έχει να επιδείξει στην τέχνη, την επιστήμη, τον πολιτισμό, την πολιτική. Οι άνθρωποι που αγάπησαν και εξέφρασαν πρόοδο, ομορφιά και ανθρωπιά αποτελούν ελάχιστες εξαιρέσεις και λησμονούνται κάθε μέρα και περισσότερο. Η ίδια η ελληνική κοινωνία τρώει τις σάπιες σάρκες της και, όταν έλθει το προαναγγελθέν τέλος της, δεν θα την λυπηθεί κανένας.
Η περίπτωση του Βαγγέλη Γιακουμάκη είχε πάρει μεγάλες διαστάσεις μόνο και μόνο επειδή, λόγω της εξαφάνισής του, είχε προβληθεί εκτεταμένα από τα ΜΜΕ. Πουλούσε. Όλη η χώρα παρακολουθούσε από την τηλεόραση την εξέλιξη των ερευνών, όπως παρακολουθούσε τις αγαπημένες της τηλεσειρές και τις ώρες που φεύγει κι επιστρέφει η γυναίκα του γείτονα. Ακριβώς με το ίδιο ενδιαφέρον και τον ίδιο τρόπο.
Η χώρα κουτσομπόλεψε και «πένθησε» όπως θα πενθούσε κάθε ένας για τον θάνατο κάποιου μακρινού γείτονα, ο οποίος δεν άφησε και κληρονομιά. «Πένθησε» έτσι, για να έχει κάτι να κουτσομπολέψει.
Σε κάθε γειτονιά της χώρας και σε κάθε χωριό υπάρχουν οι θρασύδειλοι μισάνθρωποι που είναι πρόθυμοι να κάνουν το κακό, να βλάψουν οποιονδήποτε δεν είναι σαν αυτούς, δηλαδή οποιονδήποτε δεν είναι αλήτης και πιστεύουν ότι μπορούν να του επιτεθούν ατιμώρητα. Κάθονται αγέλαστοι, με χολώδη βλέμματα και τη βρισιά πίσω από τα δόντια. Διαισθάνονται αλάθητα ποιος είναι δικός τους και ποιος όχι και συνασπίζονται σε ομάδες αφού μόνο μέσα από την αγέλη μπορούν να εκφράσουν τη σαπίλα και τον εμετό τους. Είναι ψεύτες, συκοφάντες, μικροκλέφτες και, εν δυνάμει ή και πραγματωμένοι βιαστές, εμπρηστές κι ότι άλλο μπορεί να φανταστεί κάποιος. Πάντοτε προσπαθούν να αλληλοκαλυφθούν και να ρίξουν τις ευθύνες των πράξεών τους σε αθώους. Συνήθως αρχηγός είναι ο πιο «φραγκάτος» αφού μόνο τα γρόσια σέβονται. Φυσικά είναι αγράμματοι και με χαμηλό δείκτη νοημοσύνης. 
Οποιοδήποτε υγιές περιβάλλον θα τους απωθούσε και θα τους απομόνωνε. Όμως τέτοια πράγματα δεν γίνονται στην Ελλάδα. Όχι σ’ αυτή την εκφασισμένη, παθητική, διεφθαρμένη χώρα που ανέχεται και προωθεί με χίλιους τρόπους την ατιμωρησία και την παλιανθρωπιά. Όχι στη χώρα που τιμάει, προσκυνάει και στέλνει στο κοινοβούλιο τα χειρότερα κατακάθια της. Όχι στη χώρα που η πλειοψηφία των κατοίκων της βρίζει από φθόνο πολιτικούς και επιχειρηματίες επειδή έφαγαν λεφτά, ενώ αυτοί δεν μπόρεσαν να φάνε. Όχι σ’ ένα λαό που, τα ¾ του θαυμάζουν τον χαφιέ και τον νταβατζή, αρκεί να βγάζουν φραγκάκια από τις δουλειές τους. 
Τέτοια πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα όπου οι μισοί κάτοικοί της εύχονται να απολυθούν από τις δουλειές τους ή να πεθάνουν οι άλλοι μισοί, μπας κι αυξηθεί το δικό τους εισόδημα. Όχι σε μια χώρα όπου η μεγάλη πλειοψηφία των κατοίκων της τρέμει κάθε μέρα «μην πιαστούν μαλάκες» και κάθε μέρα πιάνονται. 
Αυτά τα πράγματα δεν γίνονται σε μια χώρα που τσακώνεται και ζητωκραυγάζει, σε γήπεδα και καφενεία, τα εκκολαπτήρια του οργανωμένου εγκλήματος. Όχι στη χώρα που ψάχνει να βρει τι φορούσε η βιασθείσα. Όχι στη χώρα που ο δολοφόνος είναι συνήθως «το καλύτερο παιδί της γειτονιάς». 
«Αναρωτιέμαι» γιατί, ενώ οι μπουλοτσόγλανοι που βασάνιζαν τον Γιακουμάκη είχαν σχηματίσει ομάδα, ΔΕΝ σχημάτισαν ομάδα οι υπόλοιποι συμφοιτητές του, οι «αθώοι» του αίματος, για να προστατεύσουντον Γιακουμάκη; Γιατί δεν δημιούργησαν μεγάλη κατάσταση διαμαρτυρόμενοι, φωνάζοντας, απαιτώντας και φέρνοντας στο φως της δημοσιότητας τα γεγονότα της σχολής τους; 
«Αναρωτιέμαι» γιατί ένας ολόκληρος λαός ανέχεται, συμμετέχει άλλοτε ενεργητικά κι άλλοτε παθητικά κι ενθαρρύνει την ακραία παλιανθρωπιά και το έγκλημα που έχουν εξαπλωθεί σ’ όλη τη χώρα; 
Επειδή «αναρωτιέμαι» τα παραπάνω δεν αναρωτιέμαι γιατί αυτός ο λαός ανέχθηκε και ανέχεται τόσα χρόνια πολιτικές και πολιτικούς που τον πετούν στο δρόμο και βγάζουν τα παιδιά του στο περιθώριο. 
Επίσης δεν αναρωτιέμαι που και πως μπορεί να καταλήξει αυτός ο λαός. Ξέρω! Τότε θα νοιώσουν όλοι μαζί κι ο κάθε ένας ξεχωριστά στο πετσί του το μαρτύριο που έζησε ο Βαγγέλης Γιακουμάκης. Έτσι ο Βαγγέλης Γιακουμάκης κι ο κάθε γνωστός ή άγνωστος Γιακουμάκης θα πάρουν την εκδίκηση που δικαιούνται.

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2016

Ίσως το 2030 ίσως το 2047 ίσως το 2050 και βλέπουμε


Σύμφωνα με έκθεση της Credit Suisse στην Ελλάδα στα 6 χρόνια της ύφεσης, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 57 δισ. Πλέον μόλις το 20% του πληθυσμού αποτελεί τη μεσαία τάξη.


Στην Ελλάδα στα 6 χρόνια της ύφεσης, το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 57 δισ. ευρώ, ενώ η συνολική περιουσία των πολιτών υποχώρησε κατά 587 δισ. ευρώ. Κάθε νοικοκυριό είδε την περιουσία του να μειώνεται κατά 67.291 ευρώ.
Η εξέλιξη αυτή αποτέλεσε ένα ισχυρό αρνητικό αποτέλεσμα πλούτου για την πλειοψηφία των ελληνικών νοικοκυριών συμβάλλοντας στη μείωση της κατανάλωσης και ως εκ τούτου στη συρρίκνωση της εγχώριας ζήτησης για αγαθά και υπηρεσίες, ενώ με βάση τους υπολογισμούς του γερμανικού κολοσσού της Allianz, η μεσαία τάξη της χώρας μας αποτελεί πλέον μόλις το 20% του πληθυσμού, από 50% την εποχή που η Ελλάδα γινόταν μέλος του ευρώ.

Στα χρόνια της κρίσης οι τιμές των ακινήτων υποχώρησαν κατά 45% - 50%, ενώ μελέτη της PwC, υπολογίζοντας πως με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ να επιστρέφει στα προ κρίσης επίπεδα περίπου το 2030, κατέδειξε ότι η σύγκλιση προσφοράς και ζήτησης θα λάβει χώρα περί το 2047, ενώ οι τιμές θα προσεγγίσουν τα προ κρίσης επίπεδα μετά το 2050.

Ενώ πάντως εκτιμάται ότι η χώρα χρειάζεται πάνω από 100 δισ. ευρώεπενδύσεις την επόμενη 5ετία, το όποιο ενδιαφέρον από το εξωτερικό επικεντρώνεται σε σχήματα που έχουν τη στήριξη ισχυρών κρατών (π.χ. Κίνα, Γερμανία) ή σε διεθνή funds που ειδικεύονται σε καταστάσεις χρεοκοπίας, αφού οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές απέχουν.

Τέλος σύμφωνα με την παγκόσμια έκθεση πλούτου της Credit Suisse, o παγκόσμιος ιδιωτικός πλούτος διαμορφώθηκε στα 241 τρισ. ευρώ. Το 45,6% του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια 33 εκατομμυρίων ανθρώπων (το 0,7% του πληθυσμού). Μεταξύ αυτών βρίσκονται και 77.000 Έλληνες εκατομμυριούχοι.
από euro2day

Σάββατο 3 Δεκεμβρίου 2016

Ο Μίκης στολίζει τον Τσίπρα τον μάγκα

Από την ιστοσελίδα του Μίκη Θεοδωράκη  3 Δεκεμβρίου 2016


...Περικυκλωμένοι από εχθρούς. Σε κρίσιμη στιγμή. Απειλές. Κινδύνους. Γιατί το ταξίδι; Για να μιλήσει ένας προσκυνημένος, συμβιβασμένος από το βήμα ενός όρθιου, ασυμβίβαστου!

Ένας αληθινός Εθνικός Μάγκας. Γιατί, είναι μαγκιά να μπορείς να κοροϊδεύεις 10 εκατομμύρια υπηκόους για να κάνεις το κέφι σου. Πας και βρίζεις την Μέρκελ και μόλις ξαναγυρίσεις πίσω, της τηλεφωνείς και επαιτείς βοήθεια από τη Μέρκελ! Να ποια είναι η Μεγάλη, η Παγκόσμια Μαγκιά. Γιατί μπορείς και λες βλάκες τους έξυπνους Έλληνες κατάμουτρα, χωρίς ενδοιασμούς και ντροπές!

Τελειώνοντας, οφείλω να μιλήσω στον Αλέξη Τσίπρα στη γλώσσα που αποπνέουν οι πράξεις του. Δηλαδή στη γλώσσα του «μάγκα», για να με καταλάβουν όσοι φίλοι του απομείνανε, αλλά και όσοι κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι ορισμένοι -δεν φτάνει ότι μας σπρώχνουν προς την καταστροφή- αλλά μας κοροϊδεύουν κι από πάνω!

Λοιπόν…


Ανοιχτή Επιστολή προς τον κ. Τσίπρα

Σύντροφε Αλέξη, σε παραδέχομαι, γιατί είσαι μάγκας. Ο πιο μεγάλος μάγκας στην Ελλάδα από το 450 π.Χ. έως σήμερα. Γιατί κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς να λογαριάσεις κανένα. Παίρνεις το προσωπικό σου αεροπλάνο, το γεμίζεις με φίλους και φίλες και πας στην Κούβα και αφήνεις τον λογαριασμό, 300.000 δολλάρια να τον πληρώσουν τα κορόιδα με τα 300 ευρώ το μήνα στην καλλίτερη περίπτωση. Κάνεις το κέφι σου. Μιλάς στην πλατεία της Επανάστασης όπου μιλούσε και ο Φιντέλ σαν ένας γνήσιος και σκληρός επαναστάτης. Υψώνεις το πελώριο ανάστημά σου ενάντια στον Καπιταλισμό-Ιμπεριαλισμό. Τρως τον αγλέορα (600 ευρώ για ένα γεύμα πληρωμένο από το Υπουργείο των Εξωτερικών, δηλαδή τα τσιράκια σου). Το διασκεδάζεις, το γλεντάς, την ώρα που τα κορόιδα οι Έλληνες κάθονται στις ουρές για σύνταξη, ΔΕΗ, τράπεζες, νοσοκομεία και προ παντός λιτότητα στη λιτότητα. Το παίζεις επαναστάτης κι όταν γυρίσεις, ξαναγίνεσαι αυτό που ήσουν, το παιδί που κάνει τα θελήματα της Μέρκελ, του Ομπάμα και του Γιούνγκερ που κατακεραύνωσες στην Αβάνα και πάλι σε βάρος του έξυπνου ελληνικού λαού, γιατί αυτός αποφάσισε να τον κυβερνούν άτομα χωρίς οπαδούς και φιλότιμο, που το παίζουν κυβέρνηση.

Καλή αντάμωση στα Γουναράδικα.

Μίκης
Δεκέμβρης του 2016